βουρβουλακώ

βουρβουλακώ
(-άω)
1. (για τόπο ή πηγή) αναδίδω νερό ορμητικά
2. βράζω, κοχλάζω
3. βγάζω φυσαλλίδες
4. γουργουρίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. *βουρβουλάκι < βουρβούλα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • βουρβουλακιάζω — και βουρβουρακιάζω 1. γουργουρίζω 2. είμαι γεμάτος, έχω αφθονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. *βουρβουλάκι < βουρβούλα ή κατ άλλους βουρβουλακιάζω < βουρβουλακώ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”